- λαγονεύω
- και λαονεύω1. κυνηγώ λαγούς2. μτφ. καταδιώκω, κυνηγώ3. φρ. «μέ λαγονεύει ο τρισκατάρατος» — λέγεται από αυτούς που αποδίδουν τις συνεχείς ατυχίες τους σε δαιμονική επήρεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. -εύω (για την ανάπτυξη τού ενδοφωνηεντικού -ν- βλ. λαγονάρης)].
Dictionary of Greek. 2013.